Όσο περισσότερες προσκολλήσεις και εξαρτήσεις έχει ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο φοβάται και υποφέρει, εκτός και αν είναι απίστευτα ικανός να τις ικανοποιήσει όλες. Και είμαι υπέρ αυτού, να ικανοποιώ όσο περισσότερες ανάγκες μπορώ. Από εκεί και πέρα όμως, αν δεν γίνεται αυτό, και μέχρι να γίνει, πρέπει να είμαι καλά. Να μην είμαι δυστυχισμένος, φοβισμένος και πικραμένος μέχρι να γίνει αυτό που θέλω. Να μην πιστεύω ότι δεν μπορώ να είμαι καλά χωρίς κάτι συγκεκριμένο.
Ο Νιλ Ντόναλντ Γουόλς, στο βιβλίο του «Συζήτηση με τον θεό», έχει ένα κεφάλαιο πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το κεφάλαιο αναφέρει τρεις όψεις της ζωής μας: το «είμαι», το «έχω» και το «κάνω». Πολύ λίγοι άνθρωποι βασίζουν την ευτυχία και την πληρότητά τους στο «είμαι». Οι περισσότεροι από εμάς βασίζουμε την ευτυχία μας, την αξία μας και την ασφάλειά μας στο «έχω» (έχω έναν σύντροφο, έχω ένα σπίτι, έχω παιδιά, έχω χρήματα), ή στο «κάνω» (κάνω αυτά τα πράγματα, άρα αξίζω, άρα είμαι ασφαλής).
Είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι που βιώνουν πρώτα το «είμαι» (την ύπαρξη, την ουσία) και μετά ενεργούν από αυτό το επίπεδο. Δεν λέω να μην έχετε και να μην κάνετε, αλλά λέω μην προσπαθείτε να βρείτε την ευτυχία σας σ’ αυτά που έχετε και κάνετε. Βρείτε πρώτα την ευτυχία στην ύπαρξη και τότε ό,τι κάνετε θα είναι μία προσφορά. Δεν θα είναι μία προσπάθεια για να αποκτήσετε την αγάπη των ανθρώπων, να είστε σπουδαίοι ή να αξίζετε μέσα από εξωτερικούς παράγοντες. Γιατί όταν τα κάνετε αυτά με αυτά τα κίνητρα, υπονομεύουν την πιθανότητα της επιτυχίας σας. Το ερώτημα γι’ αυτή την ομιλία είναι: μπορώ να καλλιεργήσω περισσότερο το αίσθημα του «είμαι» και να μην βασίζομαι τόσο πολύ στο «έχω» και στο «κάνω»; Μπορώ να κοιμηθώ ήσυχα το βράδυ χωρίς να έχω κάνει τίποτα; Μπορώ να είμαι καλά αν δεν έχω κανέναν;
Δεν είναι τυχαίο που οι μεγάλοι δάσκαλοι, πριν από τη μεγάλη διδασκαλία τους, περάσανε κάποιον χρόνο στην απομόνωση: ο Χριστός σαράντα μέρες στην έρημο, ο Βούδας κάτω από το δέντρο, ο Μωάμεθ μέσα στη σπηλιά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι μεγάλες πνευματικές ψυχές το έχουν καταλάβει αυτό. Για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το βίωμα του «είμαι», πρέπει να κάνουν ό,τι και ένα παιδί που θέλει να απελευθερωθεί από την προσκόλλησή του στα ναρκωτικά: θα πρέπει να μην βρίσκεται κοντά στα ναρκωτικά. Και αν το ναρκωτικό μου είναι το τηλέφωνο ή η τηλεόραση, ή ακόμα και τα βιβλία, ή το να μιλάω με άλλους, ένας τρόπος για να καλλιεργήσω αυτή την αίσθηση της ύπαρξής μου είναι να επιλέξω μία ή περισσότερες φορές τον χρόνο να απομονωθώ – όπου δεν θα μιλάω, δεν θα έχω ερεθίσματα, δεν θα ακούω άλλους ανθρώπους. Στην αρχή ο νους θα φλυαρεί πολύ έντονα. Μετά από την τρίτη μέρα περίπου θα αρχίσει να ησυχάζει και μετά ακολουθεί μια πανέμορφη εμπειρία.
Ένας άλλος τρόπος είναι ο διαλογισμός. Ο καθημερινός διαλογισμός, όπου αφήνω τις σκέψεις να ηρεμήσουν, παύω να σκέφτομαι όλα αυτά που έχω να κάνω και να ελέγξω για το πώς θα καταλήξουν όλα, και αρχίζω να βιώνω ένα κενό. Ή, αν όχι ένα κενό, το αντίθετο. Κάτι πάρα πολύ γεμάτο. Μία πληρότητα. Αυτή η πληρότητα όμως δεν μπορεί να υπάρχει όσο είμαι ταυτισμένος με το Εγώ και τις ευθύνες, το άγχος και το φόβο του Εγώ σχετικά με όλα αυτά τα πράγματα. Συνιστώ αυτόν τον τρόπο αν θέλει κάποιος να δυναμώσει την άγκυρά του μέσα στο κέντρο της ύπαρξής του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι πια εντελώς αποταυτισμένος από τον σύντροφό του, τα παιδιά του ή άλλα πράγματα. Θα συνεχίζει να ενδιαφέρεται και ίσως ακόμα σε κάποιον βαθμό να αγχώνεται και να ασχολείται με όλα αυτά, αλλά θα έχει μία εσωτερική βάση. Με τα χρόνια θα αρχίσει να βιώνει ένα σταθερό σημείο μέσα του, που θα του λέει ότι όποια κατάληξη και αν έχει ένα γεγονός, είναι εντάξει. Εγώ βέβαια θα κάνω ό,τι μπορώ να κάνω. Δεν θα με απαλλάξει από το να κάνω τα πάντα για να εξελίσσονται τα πράγματα όπως θέλω. Αλλά θα υπάρχει η αίσθηση ενός κέντρου μέσα μου, αυτό το «είμαι», που θα παραμένει το ίδιο ό,τι και να συμβαίνει έξω από εμένα.
απόσπασμα από ομιλία του Ηλία Ρόμπερτ Νατζέμυ.